- συνεπολιόρκει
- συμπολιορκέωjoin in besiegingimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπεριτειχίζω — Α [περιτειχίζω] περιτειχίζω μαζί με άλλους, βοηθώ στον περιτειχισμό («ἐκεῑνον μὲν εἰς τὴν ἀκρόπολιν καὶ τὴν... Νῆσον συνεσταλμένον αὐτὰς συνεπολιόρκει καὶ συμπεριετείχιζε», Πλούτ.) … Dictionary of Greek